αποτολμώ

αποτολμώ
αποτολμάω / αποτολμώ (παρατατ. -ούσα), αποτόλμησα βλ. πίν. 58

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αποτολμώ — (AM ἀποτολμῶ, άω) επιχειρώ κάτι με τόλμη, με θάρρος …   Dictionary of Greek

  • αποτολμώ — ησα, ήθηκα 1. επιχειρώ κάτι με τόλμη, ριψοκινδυνεύω: Κάποτε νίκησε τους δισταγμούς του κι αποτόλμησε το μακρινό αυτό ταξίδι. 2. κάνω κάτι με θρασύτητα: Αποτόλμησε να μου πει κατάμουτρα πως δεν έκαμα τίποτε ως τώρα γι αυτόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτολμῶ — ἀ̱ποτολμῶ , ἀποτολμάω make a bold venture upon imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀποτολμάω make a bold venture upon pres imperat mp 2nd sg ἀποτολμάω make a bold venture upon pres subj act 1st sg (attic epic ionic) ἀποτολμάω make a bold venture… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανοίγω — (AM ἀνοίγω, Α και ἀνοιγνύω και ἀνοίγνυμι) 1. αποφράσσω κάτι, του αφαιρώ το κάλυμμα 2. (για δικαστικές πράξεις) αποσφραγίζω και κοινοποιώ 3. απομακρύνω από τη στεριά, φέρνω στο ανοιχτό πέλαγος 4. εγχειρίζω, τέμνω, κόβω το δέρμα 5. δημιουργώ, ιδρύω …   Dictionary of Greek

  • αποθαρρεύω — 1. παίρνω πολύ θάρρος, αποτολμώ 2. αποθαρρύνω κάποιον 3. ( ω κ. ομαι) εμπιστεύομαι κάτι σε κάποιον …   Dictionary of Greek

  • αποκοτώ — κ. άω (Μ ἀποκοτῶ, άω) [απόκοτος] 1. τολμώ 2. αποτολμώ, επιχειρώ …   Dictionary of Greek

  • απότολμος — η, ο (AM ἀπότολμος, ον) 1. τολμηρός, θαρραλέος 2. ριψοκίνδυνος 3. ικανός μσν. νεοελλ. επίρρ. απότολμα 1. με θάρρος 2. με θράσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποτολμώ ( άω), με υποχωρητικό μετασχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • επιτολμώ — ἐπιτολμῶ, άω (Α) 1. υπομένω, δείχνω καρτερία («σοὶ δ’ ἐπιτολμάτω κραδίη καὶ θυμὸς ἀκούειν», Ομ. Οδ.) 2. τολμώ, διακινδυνεύω 3. (με δοτ.) επιχειρώ, αποτολμώ («ἐπετόλμησε τῇ διαβάσει», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • ευπροσωπώ — εὐπροσωπῶ, έω (ΑΜ) [ευπρόσωπος] μσν. αποτολμώ αρχ. 1. κάνω καλή εντύπωση 2. παρουσιάζω ευχάριστη όψη …   Dictionary of Greek

  • ξαμώνω — (Μ ξαμώνω και ἐξαμώνω και ἀξαμώνω) 1. σηκώνω το χέρι για να χτυπήσω κάποιον («κι απόκει τρέχ απάνω ντου με τ αγριωμένο χέρι, κι εξάμωσε να τού βαρεί ς τσί κεφαλής τα μέρη», Ερωτόκρ.) 2. ορμώ, επιτίθεμαι 3. υπολογίζω το μέγεθος, το βάρος, τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”